Από τους νερόμυλους της Αγγίστας σήμερα δεν υπάρχει κανείς. Έχουν καταρρεύσει και μόνο υπολείμματα αυτών υπάρχουν, από το σύνολο των 9 ή 12 που υπήρχαν.
Είναι βέβαιο ότι και μόνο η ύπαρξή τους ήταν σημαντική για τον πολιτισμό της ορεινής υπαίθρου. Στην προβιομηχανική περίοδο το βασικότερο προϊόν για τη διαβίωση του ανθρώπου ήταν το σιτάρι το οποίο μεταποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά σε ψωμί. Καθώς οι χειρόμυλοι δεν επαρκούσαν στο άλεσμα, η χρήση των νερόμυλων ήταν απολύτως απαραίτητη.
Τα κτίσματα των μύλων ήταν λιθόκτιστα, με ξύλινη σκεπή. Στη μια μεριά υπήρχε ο αλεστικός μηχανισμός, ενώ στην άλλη περίμεναν οι πελάτες (παράδοση σιταριού, παραλαβή αλευριού, πληρωμή, αποθήκευση).
Ο μηχανισμός του νερόμυλου ήταν απλούστερος και ως προς την κατασκευή και ως προς τη λειτουργία. Η διαίρεσή του σε δύο μέρη: στο κινητικό, που το αποτελούν η φτερωτή με τα εξαρτήματα λειτουργίας της, και το αλεστικό που περιλαμβάνει τις μυλόπετρες μαζί με τα εξαρτήματα τους. Η κατασκευή της μυλόπετρας γινόταν από ενιαία πέτρα επιλεγμένη από συγκεκριμένα νταμάρια. Συνήθως η διάμετρος της μυλόπετρας είναι 1 μέτρο, το πάχος της 20-30 εκατοστά και το βάρος της μέχρι 400 κιλά.
Ονομαστοί νερόμυλοι της Αγγίστας κατά σειρά από Πρώτη προς Σ.Σ. Αγγίστας ήταν των: Τσιντάρη Αθανασίου, Καλλοπτσή, Ντίνα Κρεβάϊκα (Μπέϊκος), Σεμσεντίν-Καμπουρίδη, Δράμαλη-Κρεβάϊκα, Ισέϊν-Καραντώνη, Ιορδάνη Κιροσκόγλου, Τζιώρτζου Κρεβάϊκα, Σταμπουλτζή.