Οι παραδοσιακοί οικισμοί είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του γενικότερου ελληνικού χώρου,
με σπάνια αισθητική, πολεοδομική και ιστορική αξία. Πρόκειται για οικιστικά σύνολα, από κτίρια κατοικίας, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους που συνδέονται με κοινόχρηστους δρόμους οι οποίοι συχνά εξακτινώνονται από μια ή περισσότερες διαμορφωμένες πλατείες ή ελεύθερους χώρους μπροστά από εκκλησίες. Συγκροτήθηκαν μέσα σε ιστορικά διαμορφωμένες συνθήκες και εξελίχθηκαν στο πέρασμα του χρόνου, άλλοτε ως καταφύγια, προκειμένου να προστατευτούν οι πληθυσμοί από την επιβουλή των κατακτητών ή την απειλή πειρατείας και άλλοτε ως εστίες τοπικής γεωργικής, κτηνοτροφικής ή βιοτεχνικής παραγωγής και εμπορικών συναλλαγών.
Στο Δήμο Αμφίπολης με προεδρικό διάταγμα ( Π.Δ. 19.10 ΦEK.594 της 13-11-1978 "Περί χαρακτηρισμού ως παραδοσιακών οικισμών τινών του κράτους και καθορισμού των όρων και περιορισμών δομήσεως και οικοπέδων αυτών" ), έχει χαρακτηρισθεί η Πρώτη Σερρών ως διατηρητέος οικισμός.
Τα παλιά αρχοντικά της Πρώτης αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των κατοίκων του Παγγαίου από την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως σήμερα. Ανάλογα με την αρχιτεκτονική τους μορφή χωρίζονται σε δύο ομάδες. Στην πρώτη περιλαμβάνονται όσα ακολουθούν την τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική και είναι τα παλαιότερα. Στη δεύτερη όσα ακολουθούν ευρωπαϊκούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς (μπαρόκ, νεοκλασικά) που είναι νεότερα. Χτίσθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 20ου.
Ο χαρακτηριστικός τύπος Παγγαιορίτικου σπιτιού, με τοπική λαϊκή αρχιτεκτονική, είναι διώροφο ορθογώνιο σπίτι. Τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του είναι παρμένα από το γύρω χώρο: ξύλο από δάσος, σχιστόλιθος και πέτρες από το βουνό. Για τη σκεπή χρησιμοποιούνται κεραμίδια. Ο σκελετός, τα πατώματα και η στέγη είναι κατασκευασμένα από ξύλο. Τα κενά του σκελετού επιχρίονται με ασβεστοκονίαμα αναμεμιγμένο με άχυρο. Οι διαχωριστικοί τοίχοι είναι φτιαγμένοι από πηχάκια με σοβά. Το κενό αέρα που μένει ανάμεσα στα πηχάκια έχει θερμομονωτική αξία. Το ισόγειο συνήθως χρησιμοποιούνταν σαν στάβλος, ενώ μια εσωτερική σκάλα οδηγούσε στον πρώτο όροφο. Ο ημιυπαίθριος χώρος στη νότια πλευρά του σπιτιού (χαγιάτι) λειτουργούσε σαν προθάλαμος που εξυπηρετούσε τις ανάγκες του αερισμού αλλά χρησιμοποιούνταν και σαν ξηραντήριο καπνού και για άλλες αγροτικές εργασίες. Οι διάφορες παραλλαγές κατοικίας είχανε κοινά χαρακτηριστικά και είναι τα ακόλουθα:
- Οι τοίχοι ήταν χονδροί (πάχους 0,70-0,90 μ.) και με κύριο δομικό υλικό την πέτρα έτσι ώστε τα σπίτια να προστατεύονται από τους ισχυρούς ανέμους των βουνών. Τα ανοίγματα των τοίχων στις πλευρές με δυσμενή προσανατολισμό ήταν ιδιαίτερα μικρά έως και ανύπαρκτα.
- Θερμομόνωση επιτυγχάνονταν με στρογγυλά αποφλοιωμένα ξύλα πάνω σε καλάμια ή σανίδωμα και επιχρίονταν με ασβεστοκονίαμα.
- Η στέγη κατασκευαζόταν με κλίση για την αντιμετώπιση του χιονιού και τα δωμάτια καλύπτονταν από ξύλο τα ταβάνια.
- Τα σπίτια ήταν υπερυψωμένα, με περισσότερα παράθυρα στον όροφο παρά στο ισόγειο.
- Τα δωμάτια ήταν χαμηλοτάβανα για αποθήκευση θερμότητας.
Ο χαρακτηριστικός τύπος Νεοκλασικού, με ευρωπαϊκούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, είναι διώροφο τετράγωνο σπίτι. Τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή του είναι: πέτρες τετράγωνες από το βουνό και συμπαγές τούβλο. Για τη σκεπή χρησιμοποιούνται κεραμίδια. Τα πατώματα, η στέγη και η εσωτερική σκάλα είναι κατασκευασμένα από ξύλο. Έχουν μεγάλα ευρύχωρα δωμάτια, με ψηλά ταβάνια και μεγάλα παράθυρα. Εξωτερικά επιχρίονται με τσιμεντοκονίαμα., και τα παράθυρα, τα μπαλκόνια, οι γωνίες και τα αετώματα, έχουν σχέδια ανάγλυφα. Η αισθητική των Νεοκλασικών είναι μοναδικές και ξεχωριστές και αδιάψευστος μάρτυρας της οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των κατοίκων του Παγγαίου.